αριστοτεχνικός

αριστοτεχνικός
η , ό[ν]
1) мастерской, искусный; виртуозный;

αριστοτεχνικό παίξιμο — виртуозная игра;

2) превосходный; великолепный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αριστοτεχνικός" в других словарях:

  • αριστοτεχνικός — ή, ό αυτός που δημιουργήθηκε ή επιτελέστηκε με άριστη τέχνη, ο τέλειος από καλλιτεχνική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • αριστοτεχνικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι καμωμένος με εξαιρετική τέχνη, έξοχος: Του έδωσε μιαν αριστοτεχνική απάντηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριστουργηματικός — ή, ό ο κατασκευασμένος με άριστη τέχνη, ο αριστοτεχνικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστούργημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • έντεχνος — η, ο επίρρ. α που γίνεται ή έγινε με τέχνη ή επιτηδειότητα, αριστοτεχνικός, επιδέξιος: Απέφυγε έντεχνα την επίθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»